- ευρυθέμειλος
- εὐρυθέμειλος, -ον (ΑΜ)με πλατιά θεμέλιαμσν.(για δάπεδο) ευρύς, πλατύςαρχ.πολύ ευρύχωρος, τεράστιος σε έκταση («εὐρυθέμειλος Ἅιδης»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + θεμείλι-α / θέμειλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρυθέμειλος — with broad foundations masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυθέμειλον — εὐρυθέμειλος with broad foundations masc/fem acc sg εὐρυθέμειλος with broad foundations neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)